μπουμπούνισμα

μπουμπούνισμα
gök gürlemesi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπουμπούνισμα — το [μπουμπουνίζω] μπουμπουνητό …   Dictionary of Greek

  • μπουμπούνισμα — το η βροντή, το μπουμπουνητό: Από τα πολλά μπουμπουνίσματα δεν ακούσαμε τον πυροβολισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”